- ἐξεριστής
- ἐξεριστήςstubborn disputantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεριστής — ἐξεριστής, ο (Α) [εξερίζω] ισχυρογνώμονας, πεισματάρης συζητητής … Dictionary of Greek
εξεριστικός — ἐξεριστικός, ή, όν (Α) [εξεριστής] αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες … Dictionary of Greek
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek